Στο Πόρτο έφτασα αργά. Δεν είχα κουράγιο για βόλτες – και μόνο που περπάτησα από τον σταθμό των λεωφορείων ως το ξενοδοχείο ήταν ένας μικρός άθλος. Τις προηγούμενες μέρες στη Λισσαβόνα το είχα μάλλον… παρακάνει με το περπάτημα. Το Residencial Dos Aliados που θα με κοίμιζε για δυο νύχτες ήταν μια αξιοπρεπέστατη επιλογή διαμονής με καλό value for money: και μόνο η θέση του, στη λεωφόρο Dos Aliados (σαν να λέμε στο Σύνταγμα ένα πράγμα), με αποζημίωσε με το παραπάνω.
Αν και στη διάθεσή μου είχα μόλις μιάμιση μέρα, ήταν υπεραρκετή για να τριγυρίσω κάμποσες φορές στο ιστορικό κέντρο, να χαθώ και να ξαναβρώ τον δρόμο μου στα πολύχρωμα στενά σοκάκια του, να περάσω στην απέναντι πλευρά του ποταμού Douro, στη Vila Nova de Gaiα και να επισκεφθώ τέσσερα από τα ονομαστά οινοποιεία της (η είσοδος είναι ελεύθερη ή κοστίζει 1-2 ευρώ, συμπεριλαμβάνοντας συνήθως τη δοκιμή 1-2 ετικετών). Εκεί πληροφορήθηκα πως από όλα τα οινοποιεία που παράγουν πόρτο στην περιοχή, μόνο ένα, το Ferreira, που τυχαίνει μάλιστα να είναι και από τα παλαιότερα, ανήκει σε πορτογαλική εταιρεία. Στα υπόλοιπα… κουμάντο κάνουν οι Βρετανοί –που διέδωσαν εξάλλου το πόρτο σε ολόκληρο τον κόσμο- και λοιπές εθνικότητες. Αυτό φυσικά οι Πορτογάλοι βγάζουν σπυράκια όταν το ακούν για ευνόητους λόγους. “Τα αμπέλια ήταν και είναι δικά μας, όχι των Άγγλων”, σχολίασε κοφτά κατά τη διάρκεια της ξενάγησης η κατά τα άλλη ευγενέστατη υπάλληλος του οινοποιείου Ferreira και η ομήγυρις των επισκεπτών προτίμησε να… αλλάξει κουβέντα και απορίες γιατί είχαμε αρχίσει να μπαίνουμε σε δύσκολα μονοπάτια. Τελοσπάντων. Στη Vila Nova de Gaia έφαγα εξαιρετικά στο εστιατόριο Bacalhoeiro που ειδικεύεται στον μπακαλιάρο και τον συστήνει στους πελάτες του με ένα σωρό ευφάνταστες συνταγές. Ο δικός μου, ξαλμυρισμένος και κομμένος σε λεπτά κομμάτια, είχε ψηθεί στο φούρνο με γαρίδες και μπεσαμέλ. Πεντανόστιμος…
Φυσικά ήπια καφέ στο περίφημο Café Majestic –τίγκα στον τουρίστα, αφού το αναφέρουν όλοι οι ταξιδιωτικοί οδηγοί του κόσμου, αλλά δε χάνεται, είναι must- για να πάρω άρωμα Μπελ Επόκ. Ανακάλυψα επίσης ένα πρωτότυπο μαγαζί με χειροτεχνήματα από όλη την Πορτογαλία, απαλλαγμένα από την κιτς αίσθηση του σουβενίρ-φασόν. Memorias το όνομά του, στον αριθμό 18 της Rua das Flores, ενός δρόμου ενδιαφέροντος έτσι κι αλλιώς λόγω των χρονολογούμενων στον 16ο αιώνα κτισμάτων του. Ε ναι, και πάλι περπάτησα πολύ. Αλλά με… προσοχή. Με είχε προειδοποιήσει μια φίλη που έζησε στη Λισσαβόνα για 6 μήνες. Οι Πορτογάλοι έχουν… θέμα με τις women travellers. Σχολιάζουν, κοιτάζουν, άμα λάχει πιάνουν (!) κιόλας. Το μυστικό είναι ένα: αν δε γουστάρεις τα πέρα-δώθε, να φροντίζεις να μη διασταυρώνεται το βλέμμα σου με το βλέμμα τους. Να κοιτάς απαρέκκλιτα στην ευθεία…