Love is not a victory march, it is a cold and it’s a broken hallelujah…

Είναι φορές που απλώς νιώθεις πως δεν έχεις τίποτα να πεις. Προσπαθείς να ανασυγκροτήσεις τις δυνάμεις σου, να μοιράσεις τις σκέψεις σου στις σωστές μεριές, να βρεις  την άκρη στο κουβάρι του μυαλού και να το πιάσεις ξανά από την αρχή.

Η φυγή ήρθε την κατάλληλη στιγμή. Τόπος της  αυτοεξορίας μου η Νεάπολη. Από το μπαλκόνι μου να μετράω τα φώτα των Κυθήρων και τα σπιτάκια της Ελαφονήσου. Να ταξιδεύω με τη φαντασία και τις αφηγήσεις των ντόπιων στα χρόνια που ο παππούς μου ήταν δάσκαλος στα Βάτικα και να τον γνωρίζω ξανά από την αρχή. Να βρίσκω το καλοκαίρι στην καρδιά του χειμώνα. Να ψάχνω με τις ώρες για κοχύλια, τυλίγοντας το κασκόλ γύρω από τον λαιμό μου και να βουτώ τα πόδια μου στη θάλασσα ώσπου να μην τα νιώθω πια. Να μην κοιτάζω πια το ρολόι. Να μη με νοιάζει αν όλα θα γίνουν στην ώρα τους. Να αποδρώ, να το σκάω και να φεύγω μακριά, μακριά, μακριά…

Shortcut by Nikko Patrelakis

Ταξιδιάρικο… πολύ…

Annie Lennox Lost

This is the sound of the planes in the night
Coming out of the darkness
And into the light
Shining alarmingly
Curiously bright

Πόρτο girl

Στο Πόρτο έφτασα αργά. Δεν είχα κουράγιο για βόλτες – και μόνο που περπάτησα από τον σταθμό των λεωφορείων ως το ξενοδοχείο ήταν ένας μικρός άθλος. Τις προηγούμενες μέρες στη Λισσαβόνα το είχα μάλλον… παρακάνει με το περπάτημα. Το Residencial Dos Aliados που θα με κοίμιζε για δυο νύχτες ήταν μια αξιοπρεπέστατη επιλογή διαμονής με καλό value for money: και μόνο η θέση του, στη λεωφόρο Dos Aliados (σαν να λέμε στο Σύνταγμα ένα πράγμα), με αποζημίωσε με το παραπάνω.

Αν και στη διάθεσή μου είχα μόλις μιάμιση μέρα, ήταν υπεραρκετή για να τριγυρίσω  κάμποσες φορές στο ιστορικό κέντρο, να χαθώ και να ξαναβρώ τον δρόμο μου στα πολύχρωμα στενά σοκάκια του, να περάσω στην απέναντι πλευρά του ποταμού Douro, στη Vila Nova de Gaiα και να επισκεφθώ τέσσερα από τα ονομαστά οινοποιεία της (η είσοδος είναι ελεύθερη ή κοστίζει 1-2 ευρώ, συμπεριλαμβάνοντας συνήθως τη δοκιμή 1-2 ετικετών). Εκεί πληροφορήθηκα πως από όλα τα οινοποιεία που παράγουν πόρτο στην περιοχή, μόνο ένα, το Ferreira, που τυχαίνει μάλιστα να είναι και από τα παλαιότερα, ανήκει σε πορτογαλική εταιρεία. Στα υπόλοιπα… κουμάντο κάνουν οι Βρετανοί –που διέδωσαν εξάλλου το πόρτο σε ολόκληρο τον κόσμο- και λοιπές εθνικότητες. Αυτό φυσικά οι Πορτογάλοι βγάζουν σπυράκια όταν το ακούν για ευνόητους λόγους. “Τα αμπέλια ήταν και είναι δικά μας, όχι των Άγγλων”, σχολίασε κοφτά κατά τη διάρκεια της ξενάγησης η κατά τα άλλη ευγενέστατη υπάλληλος του οινοποιείου Ferreira και η ομήγυρις των επισκεπτών προτίμησε να… αλλάξει κουβέντα  και απορίες γιατί είχαμε αρχίσει να μπαίνουμε σε δύσκολα μονοπάτια. Τελοσπάντων. Στη Vila Nova de Gaia έφαγα εξαιρετικά στο εστιατόριο Bacalhoeiro που ειδικεύεται στον μπακαλιάρο και τον συστήνει στους πελάτες του με ένα σωρό ευφάνταστες συνταγές. Ο δικός μου, ξαλμυρισμένος και κομμένος σε λεπτά κομμάτια, είχε ψηθεί στο φούρνο με γαρίδες και μπεσαμέλ. Πεντανόστιμος…

Φυσικά ήπια καφέ στο περίφημο Café Majestic –τίγκα στον τουρίστα, αφού το αναφέρουν όλοι οι ταξιδιωτικοί οδηγοί του κόσμου, αλλά δε χάνεται, είναι must- για να πάρω άρωμα Μπελ Επόκ. Ανακάλυψα επίσης ένα πρωτότυπο μαγαζί με χειροτεχνήματα από όλη την Πορτογαλία, απαλλαγμένα από την κιτς αίσθηση του σουβενίρ-φασόν. Memorias το όνομά του, στον αριθμό 18 της Rua das Flores, ενός δρόμου ενδιαφέροντος έτσι κι αλλιώς λόγω των χρονολογούμενων στον 16ο αιώνα κτισμάτων του. Ε ναι, και πάλι περπάτησα πολύ. Αλλά με… προσοχή. Με είχε προειδοποιήσει μια φίλη που έζησε στη Λισσαβόνα για 6 μήνες. Οι Πορτογάλοι έχουν… θέμα με τις women travellers. Σχολιάζουν, κοιτάζουν, άμα λάχει πιάνουν (!) κιόλας. Το μυστικό είναι ένα: αν δε γουστάρεις τα πέρα-δώθε, να φροντίζεις να μη διασταυρώνεται το βλέμμα σου με το βλέμμα τους. Να κοιτάς απαρέκκλιτα στην ευθεία…

The Wanderer – U2 feat. Johnny Cash

I went out there
In search of experience
To taste and to touch
And to feel as much
As a man can
Before he repents

Sozinha

ΟΚ, επέστρεψα: ερωτευμένη με τη γλώσσα (ναι, θέλω να μάθω πορτογαλικά!), την κουζίνα (και συγκεκριμένα τον  μπακαλιάρο σε όλες μα όλες τις εκδοχές του), τις ανηφόρες και της κατηφόρες της Λισσαβόνας και του Πόρτο, τα φτηνά (πάμφτηνα!) κοκτέιλ, το υπέροχο κρασί…  Δεν έχω προλάβει να βάλω ακόμα τις σκέψεις μου σε τάξη. Θα γίνει κι αυτό. Προς το παρόν, λέω να πάω σπίτι και να αρχίσω να κάνω edit στις φωτογραφίες. Ένα πρώτο ξεσκαρτάρισμα βοηθά πάντα ακόμα και τις… δικές μου σκέψεις να μπουν σε μια σειρά. Το θέμα είναι απλώς να γίνει η αρχή. Ως είθισται, στη συνέχεια όλα και όλοι παίρνουν το δρόμο τους…

Αριθμός πτήσης IB3110

Δεν είχα μυαλό να ασχοληθώ με τις λεπτομέρειες του ταξιδιού. Τύπωσα –χωρίς να τα διαβάσω – ένα κατεβατό άρθρα κι εντυπώσεις από τον Guardian και τους New York Times, ξεφύλλισα το Lonely Planet της Πορτογαλίας και… c’ est tout. Παρηγορώ τον εαυτό μου ψιθυρίζοντάς του πως το στοιχείο του απρόβλεπτου έχει κι αυτό την πλάκα του. Σου προσφέρει στο πιάτο τη μαγιά της περιπέτειας, με τα καλά και τα κακά της. Κρύβει μέσα του μια γλυκιά ανησυχία που μόλις ανάψει η φωτεινή επιγραφή «προσδεθείτε», γίνεται ένα με τη χαρά του ταξιδιού και της φυγής. Από αύριο λοιπόν θα είμαι αλλού. Θα διασχίσω τη Μεσόγειο, θα βρεθώ στην άλλη άκρη της και λίγο πιο μακριά. Δεν ξέρω τι ακριβώς να περιμένω και μου αρέσει αυτό. Έχω όμως αποφασίσει πως, το πρώτο πράγμα που θα ζητήσω από τη Λισαβόνα, είναι να με μελαγχολήσει με τα fados της…

Suzanne – Cohen Tribute

And you want to travel with her
And you want to travel blind
And you know that she will trust you
For she’s touched your perfect body with her mind…

Ο άτλας

Δεν μπορώ να θυμηθώ την πρώτη φορά. Ξέρω όμως ότι για πολλά χρόνια δεν είχα άλλο παιχνίδι που να αγαπούσα περισσότερο από αυτό, κι ας μην ήταν δικό μου: τον πράσινο άτλαντα του Reader’s Digest με το χοντρό εξώφυλλο και τους ολοσέλιδους χάρτες που με ταξίδευαν κάθε απόγευμα μετά το σχολείο στα πιο απίθανα μέρη του κόσμου: από το Γκραν Κάνυον στην παγωμένη Γροιλανδία κι από το Σινικό Τείχος στη Γη του Πυρός. Η αδελφή του πατέρα μου τον φυλούσε πάντα στην ίδια θέση, στο δεύτερο από αριστερά ράφι της βιβλιοθήκης, και μου έκανε πάντα παρέα στις σύντομες αλλά μακρινές φυγές μου από την πραγματικότητα: “Θες να πάμε ταξίδι;”, τη ρωτούσα. Εκείνη άνοιγε μια τυχαία σελίδα στο μαγικό βιβλίο και ξεκινούσαμε. Άλλοτε μου διηγιόταν ιστορίες από τις χώρες που είχε επισκεφθεί άλλοτε προσπαθούσαμε μαζί να φανταστούμε το χρώμα των αγρών και του ουρανού, τις μυρωδιές και τα χαμόγελα των ανθρώπων σε όσες χώρες μου κινούσαν την περιέργεια αλλά δεν είχε τύχει ποτέ να γνωρίσει η ίδια σε κάποιο από τα ταξίδια της.

Ήρθε η στιγμή που οι φανταστικές περιπλανήσεις δε μου έφταναν. Σταμάτησα να της ζητώ να ταξιδέψουμε, γιατί δεν έβρισκα νόημα σε όλο αυτό. Οι σελίδες του άτλαντα είχαν φθαρεί, τον είχα μάθει απέξω. Διψούσα πια να δω με τα μάτια μου το Γκραν Κάνυον και τη Γροιλανδία, το Σινικό Τείχος και τη Γη του Πυρός. Πέρασαν 20 χρόνια από τότε κι όμως σε τούτα τα μέρη -και σε άλλα πολλά, δεκάδες, εκατοντάδες- δεν έχω πάει ακόμα. Από την άλλη, δε βιάζομαι και τόσο. Ίσως γιατί ξέρω πως αργά ή γρήγορα θα γίνει κι αυτό. Ο πράσινος άτλας με το χοντρό εξώφυλλο με έμαθε να αγαπώ τα ταξίδια. Να τα σχεδιάζω, να τα περιμένω με καρδιοχτύπι σαν μικρό παιδί, να τα απολαμβάνω. Και νομίζω πως τελικά αυτό μετράει πιο πολύ.

Ξανά μαζί…

Το να γυρνάς μετά από χρόνια κάτω από συνθήκες πέρα για πέρα διαφορετικές σε μέρη στα οποία βρέθηκες παλιότερα και μπορεί να σε ενθουσίασαν, να σου έκαναν απλώς εντύπωση ή ακόμα και να σε άφησαν σχεδόν αδιάφορο έχει μια γοητεία που δε μετριέται σε φωτογραφικά στιγμιότυπα, εισιτήρια μουσείων και άλλα ταξιδιωτικά κλισέ.

Τη Μαδρίτη τη γνώρισα το 2000. Τότε την είχα βρει κάπως μουντή, υπερβολικά «μεγαλόπρεπη» για τα γούστα μου, σε σύγκριση με την αέρινη Βαρκελώνη. Τη συνάντησα ξανά το 2004. Με επιφυλακτικότητα και –ομολογώ- αρνητική προδιάθεση. Στη διάθεσή μου είχα μπόλικο χρόνο κι έτσι την περπάτησα, ώσπου τα πόδια μου πρήστηκαν και δεν με κρατούσαν άλλο. Σεργιάνισα στις γειτονιές της, βόλταρα στην Chueca, το Lavapies, τη Malasana. Παραδόθηκα στην εξωστρέφειά της. Κατάλαβα πως η Μαδρίτη έχει γωνιές, κι οι γωνιές ως είθισται θέλουν το χρόνο τους για να τις ανακαλύψεις. Όταν, μερικούς μήνες αργότερα επέστρεψα, αυτή τη φορά για τη διεθνή έκθεση (feria) σύγχρονης τέχνης ARCO 2005, είδα μια άλλη Μαδρίτη, ακόμα πιο ζωντανή, πιο γιορτινή. Ίσως βέβαια και να ήθελα εγώ να τη δω έτσι.

Δεν ξέρω πως θα ‘ναι τώρα, δυο χρόνια αργότερα. Ξέρω όμως πως αυτή την πόλη δεν τη νιώθω απλώς οικεία αλλά δικιά μου. Έχει ατμόσφαιρα, έχει χαρακτήρα, έχει παλμό… Ό,τι κι αν προκύψει, ένα δείπνο στο La Musa (http://lamusalatina.com) πάντως θα το εισηγηθώ. Θα είμαστε 3, μπορεί και 4 (ή μήπως 5, Μελινάκι;). Και αν μη τι άλλο θα ‘χουμε πολλές ιστορίες να αφηγηθούμε και πολλές Μαδρίτες να μοιραστούμε σε τούτη τη φθινοπωρινή μας σύναξη…

« Older entries